- αδηωτος
- ἀδῄωτοςἀ-δῄωτος2неопустошенный, неразоренный
(χώρα Xen., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χώρα Xen., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀδῄωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήωτος — η, ο (Α ἀδῄωτος, ον) [δῃῶ] αυτός που δεν λεηλατήθηκε, που δεν ερημώθηκε από εχθρούς … Dictionary of Greek
ἀδῄωτον — ἀδῄωτος masc/fem acc sg ἀδῄωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτον — ἀδήωτος not ravaged masc/fem acc sg ἀδήωτος not ravaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῃώτους — ἀδῄωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτα — ἀδῄωτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτοι — ἀδῄωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτοι — ἀδήωτος not ravaged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)